- ανθρωπάκι
- bonhomme
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ανθρωπάκι — ανθρωπάκι, το και ανθρωπάκος, ο μικρός κατά την ηλικία, το ανάστημα ή την αξία άνθρωπος: Το είδες το ανθρωπάκι; – Ήταν ένα ασήμαντο ανθρωπάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρωπάκι — το βλ. ανθρωπάκος … Dictionary of Greek
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre … Wikipedia
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθρωπάκος — κ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το (υποκορ. του άνθρωπος) 1. μικρόσωμος άνθρωπος 2. μικρό ομοίωμα ανθρώπου 3. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, μικροπρεπής, ασήμαντος, δειλός 4. αγαθός, φιλήσυχος άνθρωπος … Dictionary of Greek
ανθρωπάριο — το (Α ἀνθρωπάριον) (υποκορ. του άνθρωπος) 1. μικρογραφία ανθρώπου, ανδρείκελο 2. μτφ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος (με μειωτική σημασία) … Dictionary of Greek
ανθρώπιον — ἀνθρώπιον, το (Α) ανθρωπάκι, τιποτένιος άνθρωπος, αχρείος … Dictionary of Greek
μανεκέν — το 1. άνδρας ή γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων, αλλ. μοντέλο 2. μεγάλο ομοίωμα άνδρα ή γυναίκας που χρησιμοποιείται από μοδίστρες, ράφτες ή εμπορικά καταστήματα για την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων,… … Dictionary of Greek
μικράνθρωπος — ο άνθρωπος μικρός, ευτελής, μηδαμινός, ανθρωπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek